ακροβυστώ

ακροβυστώ
ἀκροβυστῶ (-έω) (Α) [ἀκρόβυστος]
1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία
2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκροβύστῳ — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόβυστος — ἀκρόβυστος, ον (Α) αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”